Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εἰνάκις
εἰνακισχῑ́λιοι
εἰνάλιος
εἰνάνυχες
εἰνάς
εἰνάτερες
εἴνατος
εἵνεκα
εἰνέτης
εἰνί
εἰνόδιος
εἰνοσίφυλλος
εἴξᾱσι
εἴξασκον
εἴξεις
εἷο
εἷος
εἴπερ
εἱπόμην
εἶπον
εἶρα
View word page
εἰνόδιος
εἰνόδιοςep.adjseeἐνόδιος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εἰνόδιος
Headword (normalized):
εἰνόδιος
Headword (normalized/stripped):
εινοδιος
IDX:
11087
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-11088
Key:
εἰνόδιος

Data

{'headword_display': '<b>εἰνόδιος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>εἰνόδιος</HL><PS>ep.adj</PS></HG><XR>see<Ref>ἐνόδιος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'εἰνόδιος'}