Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εἰλυφάω
εἴλω
εἱλωτείᾱ
εἵλωτες
εἱλωτεύω
εἱλωτικός
εἷμα
εἷμαι
εἷμαι
εἱμάρθαι
εἱμαρτός
εἶμεν
εἱμένος
εἵμην
εἰμί
εἶμι
εἱμίθιος
εἷν
εἰν
εἰναετίζομαι
εἷναι
View word page
εἱμαρτός
εἱμαρτόςή όνadjμείρομαιof a timefatedto arrivePlu.

ShortDef

fixed by fate

Debugging

Headword:
εἱμαρτός
Headword (normalized):
εἱμαρτός
Headword (normalized/stripped):
ειμαρτος
IDX:
11065
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-11066
Key:
εἱμαρτός

Data

{'headword_display': '<b>εἱμαρτός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εἱμαρτός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μείρομαι</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of a time</Indic><Tr>fated<Expl>to arrive</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'εἱμαρτός'}