Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
εἵλιγμαι
εἱλιγμός
εἰλικρινής
εἱλικτός
εἵλιξα
εἰλίποδες
εἱλίσσω
εἰλιτενής
εἱλίχατο
εἷλκον
εἱλκωμένος
εἵλλομαι
εἴλλω
εἱλοθερής
εἷλον
εἱλόπεδον
εἴλῡμα
εἰλῡ́ομαι
εἰλῡός
εἰλῡφάζω
εἰλυφάω
View word page
εἱλκωμένος
εἱλκωμένος
pf.pass.ptcpl.
see
ἑλκόω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
εἱλκωμένος
Headword (normalized):
εἱλκωμένος
Headword (normalized/stripped):
ειλκωμενος
IDX:
11045
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-11046
Key:
εἱλκωμένος
Data
{'headword_display': '<b>εἱλκωμένος</b>', 'content': '<XE><RefFm>εἱλκωμένος<LblR>pf.pass.ptcpl.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ἑλκόω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'εἱλκωμένος'}