Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εἰλήλουθα
εἴλημμαι
εἵλησις
εἴληφα
εἴληχα
εἰλιγγιάω
εἴλιγγος
εἵλιγμαι
εἱλιγμός
εἰλικρινής
εἱλικτός
εἵλιξα
εἰλίποδες
εἱλίσσω
εἰλιτενής
εἱλίχατο
εἷλκον
εἱλκωμένος
εἵλλομαι
εἴλλω
εἱλοθερής
View word page
εἱλικτός
εἱλικτόςadjseeἑλικτός

ShortDef

enveloping

Debugging

Headword:
εἱλικτός
Headword (normalized):
εἱλικτός
Headword (normalized/stripped):
ειλικτος
IDX:
11038
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-11039
Key:
εἱλικτός

Data

{'headword_display': '<b>εἱλικτός</b>', 'content': '<XE><HG><HL>εἱλικτός</HL><PS>adj</PS></HG><XR>see<Ref>ἑλικτός</Ref></XR> </XE>', 'key': 'εἱλικτός'}