Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εἰκοστός
εἰκοσώρυγος
εἰκότερον
εἰκότως
ἐίκτην
εἴκω
εἰκών
εἰκώς
εἵλᾱ
εἰλαπινάζω
εἰλαπιναστής
εἰλαπίνη
εἶλαρ
εἰλάτινος
Εἰλείθυια
εἰλέω
εἰλέω
εἵλη
εἴληγμαι
εἰληδόν
Εἰλήθυια
View word page
εἰλαπιναστής
εἰλαπιναστήςοῦ
dial.εἰλαπιναστᾱ́ς
m
banqueterIl. Call.

ShortDef

a feaster, quest, boon-companion

Debugging

Headword:
εἰλαπιναστής
Headword (normalized):
εἰλαπιναστής
Headword (normalized/stripped):
ειλαπιναστης
IDX:
11017
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-11018
Key:
εἰλαπιναστής

Data

{'headword_display': '<b>εἰλαπιναστής</b>', 'content': '<NE><HG><HL>εἰλαπιναστής</HL><Infl>οῦ</Infl><DL><Lbl>dial.</Lbl><FmHL>εἰλαπιναστᾱ́ς</FmHL><DInfl><FmInfl>ᾶ</FmInfl></DInfl></DL><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>banqueter</Tr><Au>Il. Call.</Au></nS1></NE>', 'key': 'εἰλαπιναστής'}