Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εἰκοστολόγος
εἰκοστός
εἰκοσώρυγος
εἰκότερον
εἰκότως
ἐίκτην
εἴκω
εἰκών
εἰκώς
εἵλᾱ
εἰλαπινάζω
εἰλαπιναστής
εἰλαπίνη
εἶλαρ
εἰλάτινος
Εἰλείθυια
εἰλέω
εἰλέω
εἵλη
εἴληγμαι
εἰληδόν
View word page
εἰλαπινάζω
εἰλαπινάζωvbεἰλαπίνη partake in a feastfeastHom. Pi.

ShortDef

to revel in a large company

Debugging

Headword:
εἰλαπινάζω
Headword (normalized):
εἰλαπινάζω
Headword (normalized/stripped):
ειλαπιναζω
IDX:
11016
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-11017
Key:
εἰλαπινάζω

Data

{'headword_display': '<b>εἰλαπινάζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>εἰλαπινάζω</HL><PS>vb</PS><Ety><Ref>εἰλαπίνη</Ref></Ety></vHG> <vS1><Def>partake in a feast</Def><Tr>feast</Tr><Au>Hom. Pi.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'εἰλαπινάζω'}