Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εἴκοσι(ν)
εἰκοσιέτης
εἰκοσιέτις
εἰκοσινήριτος
εἰκοσίπηχυς
εἰκοσιστάδιος
εἰκοσιτέσσαρες
εἰκοσιτρεῖς
εἰκόσορος
εἰκοσταῖος
εἰκοστολόγος
εἰκοστός
εἰκοσώρυγος
εἰκότερον
εἰκότως
ἐίκτην
εἴκω
εἰκών
εἰκώς
εἵλᾱ
εἰλαπινάζω
View word page
εἰκοστο-λόγος
εἰκοστο-λόγοςουmεἰκοστός 2, λέγωcollector of duties of five percentAr.

ShortDef

one who collects the twentieth, a tax

Debugging

Headword:
εἰκοστολόγος
Headword (normalized):
εἰκοστολόγος
Headword (normalized/stripped):
εικοστολογος
IDX:
11006
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-11007
Key:
εἰκοστολόγος

Data

{'headword_display': '<b>εἰκοστο-λόγος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>εἰκοστο-λόγος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>εἰκοστός</Ref> 2, <Ref>λέγω</Ref></Ety></HG><nS1><Tr>collector of duties of five percent</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'εἰκοστολόγος'}