Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εἰκονογράφος
εἰκονολογίᾱ
εἰκονοποιός
εἰκός
εἰκοσαετής
εἰκοσάκις
εἰκοσαμηνός
εἴκοσι(ν)
εἰκοσιέτης
εἰκοσιέτις
εἰκοσινήριτος
εἰκοσίπηχυς
εἰκοσιστάδιος
εἰκοσιτέσσαρες
εἰκοσιτρεῖς
εἰκόσορος
εἰκοσταῖος
εἰκοστολόγος
εἰκοστός
εἰκοσώρυγος
εἰκότερον
View word page
εἰκοσινήριτος
εἰκοσινήριτοςονadjreltd.ἀριθμός of a ransomtwenty-foldIl.or perh.reltd. νήριτος twenty-times countless

ShortDef

twenty-fold without dispute

Debugging

Headword:
εἰκοσινήριτος
Headword (normalized):
εἰκοσινήριτος
Headword (normalized/stripped):
εικοσινηριτος
IDX:
10999
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-11000
Key:
εἰκοσινήριτος

Data

{'headword_display': '<b>εἰκοσινήριτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εἰκοσινήριτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety>reltd.<Ref>ἀριθμός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a ransom</Indic><Tr>twenty-fold</Tr><Au>Il.</Au><Extra>or perh.reltd. <Gr>νήριτος</Gr> <ital>twenty-times countless</ital></Extra></aS1></AE>', 'key': 'εἰκοσινήριτος'}