Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εἰκόνιον
εἰκονογράφος
εἰκονολογίᾱ
εἰκονοποιός
εἰκός
εἰκοσαετής
εἰκοσάκις
εἰκοσαμηνός
εἴκοσι(ν)
εἰκοσιέτης
εἰκοσιέτις
εἰκοσινήριτος
εἰκοσίπηχυς
εἰκοσιστάδιος
εἰκοσιτέσσαρες
εἰκοσιτρεῖς
εἰκόσορος
εἰκοσταῖος
εἰκοστολόγος
εἰκοστός
εἰκοσώρυγος
View word page
εἰκοσιέτις
εἰκοσιέτιςιδοςfem.adjof a womantwenty years oldPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εἰκοσιέτις
Headword (normalized):
εἰκοσιέτις
Headword (normalized/stripped):
εικοσιετις
IDX:
10998
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10999
Key:
εἰκοσιέτις

Data

{'headword_display': '<b>εἰκοσιέτις</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εἰκοσιέτις</HL><Infl>ιδος</Infl><PS>fem.adj</PS></HG><aS1><Indic>of a woman</Indic><Tr>twenty years old</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'εἰκοσιέτις'}