Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εἴκελος
εἰκέναι
εἰκῇ
εἰκονικός
εἰκόνιον
εἰκονογράφος
εἰκονολογίᾱ
εἰκονοποιός
εἰκός
εἰκοσαετής
εἰκοσάκις
εἰκοσαμηνός
εἴκοσι(ν)
εἰκοσιέτης
εἰκοσιέτις
εἰκοσινήριτος
εἰκοσίπηχυς
εἰκοσιστάδιος
εἰκοσιτέσσαρες
εἰκοσιτρεῖς
εἰκόσορος
View word page
εἰκοσάκις
εἰκοσάκιςadvεἴκοσι twenty times, twenty-foldIl. Pl.

ShortDef

twenty times

Debugging

Headword:
εἰκοσάκις
Headword (normalized):
εἰκοσάκις
Headword (normalized/stripped):
εικοσακις
IDX:
10994
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10995
Key:
εἰκοσάκις

Data

{'headword_display': '<b>εἰκοσάκις</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>εἰκοσάκις</HL><PS>adv</PS><Ety><Ref>εἴκοσι</Ref></Ety></vHG> <advS1><Tr>twenty times, twenty-fold</Tr><Au>Il. Pl.</Au></advS1></AdvE>', 'key': 'εἰκοσάκις'}