Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εἰκαστός
εἴκατι(ν)
εἶκε
εἰκελόνειρος
εἴκελος
εἰκέναι
εἰκῇ
εἰκονικός
εἰκόνιον
εἰκονογράφος
εἰκονολογίᾱ
εἰκονοποιός
εἰκός
εἰκοσαετής
εἰκοσάκις
εἰκοσαμηνός
εἴκοσι(ν)
εἰκοσιέτης
εἰκοσιέτις
εἰκοσινήριτος
εἰκοσίπηχυς
View word page
εἰκονολογίᾱ
εἰκονολογίᾱᾱςfλέγω figurative speakingas a technique of sophistic rhetoricPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εἰκονολογίᾱ
Headword (normalized):
εἰκονολογίᾱ
Headword (normalized/stripped):
εικονολογια
IDX:
10990
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10991
Key:
εἰκονολογίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>εἰκονολογίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>εἰκονολογίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>λέγω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>figurative speaking<Expl>as a technique of sophistic rhetoric</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'εἰκονολογίᾱ'}