Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εἰκαστικός
εἰκαστός
εἴκατι(ν)
εἶκε
εἰκελόνειρος
εἴκελος
εἰκέναι
εἰκῇ
εἰκονικός
εἰκόνιον
εἰκονογράφος
εἰκονολογίᾱ
εἰκονοποιός
εἰκός
εἰκοσαετής
εἰκοσάκις
εἰκοσαμηνός
εἴκοσι(ν)
εἰκοσιέτης
εἰκοσιέτις
εἰκοσινήριτος
View word page
εἰκονο-γράφος
εἰκονο-γράφοςουmγράφω portrait-painterArist.

ShortDef

portraitpainter

Debugging

Headword:
εἰκονογράφος
Headword (normalized):
εἰκονογράφος
Headword (normalized/stripped):
εικονογραφος
IDX:
10989
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10990
Key:
εἰκονογράφος

Data

{'headword_display': '<b>εἰκονο-γράφος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>εἰκονο-γράφος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>γράφω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>portrait-painter</Tr><Au>Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'εἰκονογράφος'}