Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εἰκαστής
εἰκαστικός
εἰκαστός
εἴκατι(ν)
εἶκε
εἰκελόνειρος
εἴκελος
εἰκέναι
εἰκῇ
εἰκονικός
εἰκόνιον
εἰκονογράφος
εἰκονολογίᾱ
εἰκονοποιός
εἰκός
εἰκοσαετής
εἰκοσάκις
εἰκοσαμηνός
εἴκοσι(ν)
εἰκοσιέτης
εἰκοσιέτις
View word page
εἰκόνιον
εἰκόνιονουndimin.εἰκών small image, bustw.gen.of someonePlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εἰκόνιον
Headword (normalized):
εἰκόνιον
Headword (normalized/stripped):
εικονιον
IDX:
10988
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10989
Key:
εἰκόνιον

Data

{'headword_display': '<b>εἰκόνιον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>εἰκόνιον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety>dimin.<Ref>εἰκών</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>small image, bust<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of someone</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'εἰκόνιον'}