Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εἴκαθον
εἰκαῖος
εἰκαιότης
εἰκάς
ἐικάσδω
εἰκασίᾱ
εἴκασμα
εἰκασμός
εἰκαστής
εἰκαστικός
εἰκαστός
εἴκατι(ν)
εἶκε
εἰκελόνειρος
εἴκελος
εἰκέναι
εἰκῇ
εἰκονικός
εἰκόνιον
εἰκονογράφος
εἰκονολογίᾱ
View word page
εἰκαστός
εἰκαστόςή όνadjof an objectcomparableto sthg., w.dat.in appearanceS.

ShortDef

comparable, similar

Debugging

Headword:
εἰκαστός
Headword (normalized):
εἰκαστός
Headword (normalized/stripped):
εικαστος
IDX:
10980
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10981
Key:
εἰκαστός

Data

{'headword_display': '<b>εἰκαστός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εἰκαστός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of an object</Indic><Tr>comparable<Expl>to sthg., <GLbl>w.dat.</GLbl>in appearance</Expl></Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'εἰκαστός'}