Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εἰκάζω
εἴκαθον
εἰκαῖος
εἰκαιότης
εἰκάς
ἐικάσδω
εἰκασίᾱ
εἴκασμα
εἰκασμός
εἰκαστής
εἰκαστικός
εἰκαστός
εἴκατι(ν)
εἶκε
εἰκελόνειρος
εἴκελος
εἰκέναι
εἰκῇ
εἰκονικός
εἰκόνιον
εἰκονογράφος
View word page
εἰκαστικός
εἰκαστικόςή όνadjof an artof making likenessesPl.

ShortDef

able to represent

Debugging

Headword:
εἰκαστικός
Headword (normalized):
εἰκαστικός
Headword (normalized/stripped):
εικαστικος
IDX:
10979
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10980
Key:
εἰκαστικός

Data

{'headword_display': '<b>εἰκαστικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εἰκαστικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of an art</Indic><Tr>of making likenesses</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'εἰκαστικός'}