Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εἰκ
εἷκα
εἰκάζω
εἴκαθον
εἰκαῖος
εἰκαιότης
εἰκάς
ἐικάσδω
εἰκασίᾱ
εἴκασμα
εἰκασμός
εἰκαστής
εἰκαστικός
εἰκαστός
εἴκατι(ν)
εἶκε
εἰκελόνειρος
εἴκελος
εἰκέναι
εἰκῇ
εἰκονικός
View word page
εἰκασμός
εἰκασμόςοῦmguesswork, conjecturePlu.

ShortDef

a conjecturing

Debugging

Headword:
εἰκασμός
Headword (normalized):
εἰκασμός
Headword (normalized/stripped):
εικασμος
IDX:
10977
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10978
Key:
εἰκασμός

Data

{'headword_display': '<b>εἰκασμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>εἰκασμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG><nS1><Tr>guesswork, conjecture</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'εἰκασμός'}