Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εἶδος
εἰδότως
εἰδυλίς
εἰδῶ
εἰδωλόθυτον
εἴδωλον
εἰδωλοποιέω
εἰδωλοποιίᾱ
εἰδωλοποιικός
εἰδωλοποιός
εἰδωλουργικός
εἰδώς
εἱειειλίσσω
εἶεν
εἶἑν
εἴην
εἶθαρ
εἴθε
εἴθισα
εἰκ
εἷκα
View word page
εἰδωλουργικός
εἰδωλουργικόςή όνadjἔργονof the artof image-makingopp. actual objects, ref. to sophismPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εἰδωλουργικός
Headword (normalized):
εἰδωλουργικός
Headword (normalized/stripped):
ειδωλουργικος
IDX:
10958
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10959
Key:
εἰδωλουργικός

Data

{'headword_display': '<b>εἰδωλουργικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εἰδωλουργικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἔργον</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of the art</Indic><Tr>of image-making<Expl>opp. actual objects, ref. to sophism</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'εἰδωλουργικός'}