Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εἰδοποιός
εἶδος
εἶδος
εἰδότως
εἰδυλίς
εἰδῶ
εἰδωλόθυτον
εἴδωλον
εἰδωλοποιέω
εἰδωλοποιίᾱ
εἰδωλοποιικός
εἰδωλοποιός
εἰδωλουργικός
εἰδώς
εἱειειλίσσω
εἶεν
εἶἑν
εἴην
εἶθαρ
εἴθε
εἴθισα
View word page
εἰδωλοποιικός
εἰδωλοποιικόςή όνadj pejor., of the artof image-makingas a description of sophismPl.

ShortDef

of or for image-making

Debugging

Headword:
εἰδωλοποιικός
Headword (normalized):
εἰδωλοποιικός
Headword (normalized/stripped):
ειδωλοποιικος
IDX:
10956
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10957
Key:
εἰδωλοποιικός

Data

{'headword_display': '<b>εἰδωλοποιικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εἰδωλοποιικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>pejor., of the art</Indic><Tr>of image-making<Expl>as a description of sophism</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'εἰδωλοποιικός'}