Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εἰδοποιέω
εἰδοποιός
εἶδος
εἶδος
εἰδότως
εἰδυλίς
εἰδῶ
εἰδωλόθυτον
εἴδωλον
εἰδωλοποιέω
εἰδωλοποιίᾱ
εἰδωλοποιικός
εἰδωλοποιός
εἰδωλουργικός
εἰδώς
εἱειειλίσσω
εἶεν
εἶἑν
εἴην
εἶθαρ
εἴθε
View word page
εἰδωλοποιίᾱ
εἰδωλοποιίᾱᾱςf creation of imagesby painters or in mirrorsPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εἰδωλοποιίᾱ
Headword (normalized):
εἰδωλοποιίᾱ
Headword (normalized/stripped):
ειδωλοποιια
IDX:
10955
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10956
Key:
εἰδωλοποιίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>εἰδωλοποιίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>εἰδωλοποιίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>creation of images<Expl>by painters or in mirrors</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'εἰδωλοποιίᾱ'}