Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εἶδον
εἰδοποιέω
εἰδοποιός
εἶδος
εἶδος
εἰδότως
εἰδυλίς
εἰδῶ
εἰδωλόθυτον
εἴδωλον
εἰδωλοποιέω
εἰδωλοποιίᾱ
εἰδωλοποιικός
εἰδωλοποιός
εἰδωλουργικός
εἰδώς
εἱειειλίσσω
εἶεν
εἶἑν
εἴην
εἶθαρ
View word page
εἰδωλοποιέω
εἰδωλοποιέωcontr.vbεἰδωλοποιός of a poet fashion imagesin people's mindsw.cogn.acc.imagesPl.

ShortDef

to form an image

Debugging

Headword:
εἰδωλοποιέω
Headword (normalized):
εἰδωλοποιέω
Headword (normalized/stripped):
ειδωλοποιεω
IDX:
10954
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10955
Key:
εἰδωλοποιέω

Data

{'headword_display': '<b>εἰδωλοποιέω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>εἰδωλοποιέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>εἰδωλοποιός</Ref></Ety></vHG> <vS1><Indic>of a poet</Indic> <Tr>fashion images<Expl>in people's minds</Expl></Tr><Obj><GLbl>w.cogn.acc.</GLbl>images<Au>Pl.</Au></Obj> </vS1> </VE>", 'key': 'εἰδωλοποιέω'}