Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εἴδομεν
εἰδόμην
εἶδον
εἰδοποιέω
εἰδοποιός
εἶδος
εἶδος
εἰδότως
εἰδυλίς
εἰδῶ
εἰδωλόθυτον
εἴδωλον
εἰδωλοποιέω
εἰδωλοποιίᾱ
εἰδωλοποιικός
εἰδωλοποιός
εἰδωλουργικός
εἰδώς
εἱειειλίσσω
εἶεν
εἶἑν
View word page
εἰδωλό-θυτον
εἰδωλό-θυτονουnεἴδωλονθῡ́ω1 sg. and pl.food offered to an idolNT.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εἰδωλόθυτον
Headword (normalized):
εἰδωλόθυτον
Headword (normalized/stripped):
ειδωλοθυτον
IDX:
10952
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10953
Key:
εἰδωλόθυτον

Data

{'headword_display': '<b>εἰδωλό-θυτον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>εἰδωλό-θυτον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>εἴδωλον</Ref><Ref>θῡ́ω<Hm>1</Hm></Ref></Ety></HG> <nS1><Indic>sg. and pl.</Indic><Tr>food offered to an idol</Tr><Au>NT.</Au></nS1></NE>', 'key': 'εἰδωλόθυτον'}