Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εἴδομαι
εἴδομεν
εἴδομεν
εἰδόμην
εἶδον
εἰδοποιέω
εἰδοποιός
εἶδος
εἶδος
εἰδότως
εἰδυλίς
εἰδῶ
εἰδωλόθυτον
εἴδωλον
εἰδωλοποιέω
εἰδωλοποιίᾱ
εἰδωλοποιικός
εἰδωλοποιός
εἰδωλουργικός
εἰδώς
εἱειειλίσσω
View word page
εἰδυλίς
εἰδυλίςfem.nom.adjof the earreceptive to knowledgeCall.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εἰδυλίς
Headword (normalized):
εἰδυλίς
Headword (normalized/stripped):
ειδυλις
IDX:
10950
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10951
Key:
εἰδυλίς

Data

{'headword_display': '<b>εἰδυλίς</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εἰδυλίς</HL><PS>fem.nom.adj</PS></HG><aS1><Indic>of the ear</Indic><Tr>receptive to knowledge</Tr><Au>Call.</Au></aS1></AE>', 'key': 'εἰδυλίς'}