Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εἰδέω
εἰδητικός
εἴδομαι
εἴδομεν
εἴδομεν
εἰδόμην
εἶδον
εἰδοποιέω
εἰδοποιός
εἶδος
εἶδος
εἰδότως
εἰδυλίς
εἰδῶ
εἰδωλόθυτον
εἴδωλον
εἰδωλοποιέω
εἰδωλοποιίᾱ
εἰδωλοποιικός
εἰδωλοποιός
εἰδωλουργικός
View word page
εἶδος2
εἶδος2nseeἶδος

ShortDef

that which is seen, form, shape, figure

Debugging

Headword:
εἶδος
Headword (normalized):
εἶδος
Headword (normalized/stripped):
ειδος
IDX:
10948
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10949
Key:
εἶδος_2

Data

{'headword_display': '<b>εἶδος</b><sup>2</sup>', 'content': '<XE><HG><HL>εἶδος<Hm>2</Hm></HL><PS>n</PS></HG><XR>see<Ref>ἶδος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'εἶδος_2'}