Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εἰᾱ́θην
εἱαμενή
εἱανός
εἶαρ
εἴαρι
εἴᾱσα
εἵαται
εἵατο
εἴβω
εἰδάλιμος
εἰδάλιμος
εἶδαρ
εἰδείην
εἴδετε
εἰδεχθής
εἰδέω
εἰδητικός
εἴδομαι
εἴδομεν
εἴδομεν
εἰδόμην
View word page
εἰδάλιμος2
εἰδάλιμος2adjseeῑ̓δάλιμος

ShortDef

shapely, comely

Debugging

Headword:
εἰδάλιμος
Headword (normalized):
εἰδάλιμος
Headword (normalized/stripped):
ειδαλιμος
IDX:
10933
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10934
Key:
εἰδάλιμος_2

Data

{'headword_display': '<b>εἰδάλιμος</b><sup>2</sup>', 'content': '<XE><HG><HL>εἰδάλιμος<Hm>2</Hm></HL><PS>adj</PS></HG><XR>see<Ref>ῑ̓δάλιμος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'εἰδάλιμος_2'}