Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐθελοκακέω
ἐθελοκάκησις
ἐθελοντηδόν
ἐθελοντήν
ἐθελοντήρ
ἐθελοντής
ἐθελοντί
ἐθελόπονος
ἐθελόπορνος
ἐθελοπρόξενος
ἐθελουργός
ἐθελούσιος
ἐθέλω
ἔθεμεν
ἕθεν
ἔθεσαν
ἐθηεῖτο
ἔθηκα
ἐθήσαο
ἐθίζω
ἔθισμα
View word page
ἐθελουργός
ἐθελουργόςόνadjἔργον of a horsewilling to work hardX.

ShortDef

willing to work

Debugging

Headword:
ἐθελουργός
Headword (normalized):
ἐθελουργός
Headword (normalized/stripped):
εθελουργος
IDX:
10897
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10898
Key:
ἐθελουργός

Data

{'headword_display': '<b>ἐθελουργός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἐθελουργός</HL><Infl>όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἔργον</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a horse</Indic><Tr>willing to work hard</Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἐθελουργός'}