Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐθελόδουλος
ἐθελοκακέω
ἐθελοκάκησις
ἐθελοντηδόν
ἐθελοντήν
ἐθελοντήρ
ἐθελοντής
ἐθελοντί
ἐθελόπονος
ἐθελόπορνος
ἐθελοπρόξενος
ἐθελουργός
ἐθελούσιος
ἐθέλω
ἔθεμεν
ἕθεν
ἔθεσαν
ἐθηεῖτο
ἔθηκα
ἐθήσαο
ἐθίζω
View word page
ἐθελο-πρόξενος
ἐθελο-πρόξενοςουmvolunteer proxenosTh.

ShortDef

one who voluntarily charges himself with the office of πρόξενος

Debugging

Headword:
ἐθελοπρόξενος
Headword (normalized):
ἐθελοπρόξενος
Headword (normalized/stripped):
εθελοπροξενος
IDX:
10896
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10897
Key:
ἐθελοπρόξενος

Data

{'headword_display': '<b>ἐθελο-πρόξενος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἐθελο-πρόξενος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG><nS1><Tr>volunteer proxenos</Tr><Au>Th.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἐθελοπρόξενος'}