Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐθελοδουλείᾱ
ἐθελόδουλος
ἐθελοκακέω
ἐθελοκάκησις
ἐθελοντηδόν
ἐθελοντήν
ἐθελοντήρ
ἐθελοντής
ἐθελοντί
ἐθελόπονος
ἐθελόπορνος
ἐθελοπρόξενος
ἐθελουργός
ἐθελούσιος
ἐθέλω
ἔθεμεν
ἕθεν
ἔθεσαν
ἐθηεῖτο
ἔθηκα
ἐθήσαο
View word page
ἐθελό-πορνος
ἐθελό-πορνοςουmπόρνος willing rent-boyAnacr.

ShortDef

voluntary catamite

Debugging

Headword:
ἐθελόπορνος
Headword (normalized):
ἐθελόπορνος
Headword (normalized/stripped):
εθελοπορνος
IDX:
10895
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10896
Key:
ἐθελόπορνος

Data

{'headword_display': '<b>ἐθελό-πορνος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἐθελό-πορνος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>πόρνος</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>willing rent-boy</Tr><Au>Anacr.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἐθελόπορνος'}