Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐθελήμων
ἐθελοδουλείᾱ
ἐθελόδουλος
ἐθελοκακέω
ἐθελοκάκησις
ἐθελοντηδόν
ἐθελοντήν
ἐθελοντήρ
ἐθελοντής
ἐθελοντί
ἐθελόπονος
ἐθελόπορνος
ἐθελοπρόξενος
ἐθελουργός
ἐθελούσιος
ἐθέλω
ἔθεμεν
ἕθεν
ἔθεσαν
ἐθηεῖτο
ἔθηκα
View word page
ἐθελό-πονος
ἐθελό-πονοςονadjπόνος willing to work hardX.

ShortDef

willing to work

Debugging

Headword:
ἐθελόπονος
Headword (normalized):
ἐθελόπονος
Headword (normalized/stripped):
εθελοπονος
IDX:
10894
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10895
Key:
ἐθελόπονος

Data

{'headword_display': '<b>ἐθελό-πονος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἐθελό-πονος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πόνος</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>willing to work hard</Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἐθελόπονος'}