Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐθελημός
ἐθελήμων
ἐθελοδουλείᾱ
ἐθελόδουλος
ἐθελοκακέω
ἐθελοκάκησις
ἐθελοντηδόν
ἐθελοντήν
ἐθελοντήρ
ἐθελοντής
ἐθελοντί
ἐθελόπονος
ἐθελόπορνος
ἐθελοπρόξενος
ἐθελουργός
ἐθελούσιος
ἐθέλω
ἔθεμεν
ἕθεν
ἔθεσαν
ἐθηεῖτο
View word page
ἐθελοντί
ἐθελοντίadv voluntarilyTh. Plb.

ShortDef

voluntarily

Debugging

Headword:
ἐθελοντί
Headword (normalized):
ἐθελοντί
Headword (normalized/stripped):
εθελοντι
IDX:
10893
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10894
Key:
ἐθελοντί

Data

{'headword_display': '<b>ἐθελοντί</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>ἐθελοντί</HL><PS>adv</PS></vHG> <advS1><Tr>voluntarily</Tr><Au>Th. Plb.</Au></advS1></AdvE>', 'key': 'ἐθελοντί'}