Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐθειράζω
ἐθείρω
ἐθελέχθρως
ἐθελημός
ἐθελήμων
ἐθελοδουλείᾱ
ἐθελόδουλος
ἐθελοκακέω
ἐθελοκάκησις
ἐθελοντηδόν
ἐθελοντήν
ἐθελοντήρ
ἐθελοντής
ἐθελοντί
ἐθελόπονος
ἐθελόπορνος
ἐθελοπρόξενος
ἐθελουργός
ἐθελούσιος
ἐθέλω
ἔθεμεν
View word page
ἐθελοντήν
ἐθελοντήνadv voluntarilyHdt. Lys. X. Is. Plb.

ShortDef

voluntarily

Debugging

Headword:
ἐθελοντήν
Headword (normalized):
ἐθελοντήν
Headword (normalized/stripped):
εθελοντην
IDX:
10890
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10891
Key:
ἐθελοντήν

Data

{'headword_display': '<b>ἐθελοντήν</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>ἐθελοντήν</HL><PS>adv</PS></vHG> <advS1><Tr>voluntarily</Tr><Au>Hdt. Lys. X. Is. Plb.</Au></advS1></AdvE>', 'key': 'ἐθελοντήν'}