Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἔθειρα
ἐθειράζω
ἐθείρω
ἐθελέχθρως
ἐθελημός
ἐθελήμων
ἐθελοδουλείᾱ
ἐθελόδουλος
ἐθελοκακέω
ἐθελοκάκησις
ἐθελοντηδόν
ἐθελοντήν
ἐθελοντήρ
ἐθελοντής
ἐθελοντί
ἐθελόπονος
ἐθελόπορνος
ἐθελοπρόξενος
ἐθελουργός
ἐθελούσιος
ἐθέλω
View word page
ἐθελοντηδόν
ἐθελοντηδόνadv voluntarilyTh.

ShortDef

voluntarily

Debugging

Headword:
ἐθελοντηδόν
Headword (normalized):
ἐθελοντηδόν
Headword (normalized/stripped):
εθελοντηδον
IDX:
10889
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10890
Key:
ἐθελοντηδόν

Data

{'headword_display': '<b>ἐθελοντηδόν</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>ἐθελοντηδόν</HL><PS>adv</PS></vHG> <advS1><Tr>voluntarily</Tr><Au>Th.</Au></advS1></AdvE>', 'key': 'ἐθελοντηδόν'}