Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἔησθα
ἔθανον
ἐθάς
ἔθειρα
ἐθειράζω
ἐθείρω
ἐθελέχθρως
ἐθελημός
ἐθελήμων
ἐθελοδουλείᾱ
ἐθελόδουλος
ἐθελοκακέω
ἐθελοκάκησις
ἐθελοντηδόν
ἐθελοντήν
ἐθελοντήρ
ἐθελοντής
ἐθελοντί
ἐθελόπονος
ἐθελόπορνος
ἐθελοπρόξενος
View word page
ἐθελό-δουλος
ἐθελό-δουλοςονadjδοῦλος willing to be a slaveservilePl. ἐθελοδούλωςadv w. ἔχεινbe a willing slavePlu.

ShortDef

a willing slave

Debugging

Headword:
ἐθελόδουλος
Headword (normalized):
ἐθελόδουλος
Headword (normalized/stripped):
εθελοδουλος
IDX:
10886
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10887
Key:
ἐθελόδουλος

Data

{'headword_display': '<b>ἐθελό-δουλος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἐθελό-δουλος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>δοῦλος</Ref></Ety></HG> <aS1><Def>willing to be a slave</Def><Tr>servile</Tr><Au>Pl.</Au></aS1> <Adv><vHG><HL>ἐθελοδούλως</HL><PS>adv</PS></vHG> <advS1><Phr><Indic>w. <Ref>ἔχειν</Ref></Indic><TrPhr>be a willing slave</TrPhr><Au>Plu.</Au></Phr></advS1> </Adv></AE>', 'key': 'ἐθελόδουλος'}