Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀρχαιικός
ἀρχαιόγονος
ἀρχαιολογέω
ἀρχαιολογίᾱ
ἀρχαιομελισῑδωνοφρῡνιχήρατος
ἀρχαιόπλουτος
ἀρχαιοπρεπής
ἀρχαῖος
ἀρχαιότης
ἀρχαιοτροπίᾱ
ἀρχαιότροπος
ἀρχαιρεσίᾱ
ἀρχαιρεσιάζω
ἀρχεδίκᾱς
ἀρχεθεωρίᾱ
ἀρχεῖον
ἀρχέκακος
ἀρχέλᾱος
ἀρχέπλουτος
ἀρχέπολις
ἀρχέτᾱς
View word page
ἀρχαιό-τροπος
ἀρχαιότροποςονadjτρόπος of a people's habitsold-fashionedTh.

ShortDef

old-fashioned

Debugging

Headword:
ἀρχαιότροπος
Headword (normalized):
ἀρχαιότροπος
Headword (normalized/stripped):
αρχαιοτροπος
IDX:
1087
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1088
Key:
ἀρχαιότροπος

Data

{'headword_display': '<b>ἀρχαιό-τροπος</b>', 'content': "<AE><HG><HL>ἀρχαιό<hyph/>τροπος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>τρόπος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a people's habits</Indic><Tr>old-fashioned</Tr><Au>Th.</Au></aS1></AE>", 'key': 'ἀρχαιότροπος'}