Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀρυστήρ
ἀρύστιχος
ἀρύταινα
ἀρύω
ἀρχᾱ́
ἀρχᾱγέτᾱς
ἀρχᾶθεν
ἀρχαιικός
ἀρχαιόγονος
ἀρχαιολογέω
ἀρχαιολογίᾱ
ἀρχαιομελισῑδωνοφρῡνιχήρατος
ἀρχαιόπλουτος
ἀρχαιοπρεπής
ἀρχαῖος
ἀρχαιότης
ἀρχαιοτροπίᾱ
ἀρχαιότροπος
ἀρχαιρεσίᾱ
ἀρχαιρεσιάζω
ἀρχεδίκᾱς
View word page
ἀρχαιολογίᾱ
ἀρχαιολογίᾱᾱςf ancient lorePl.ancient historyPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀρχαιολογίᾱ
Headword (normalized):
ἀρχαιολογίᾱ
Headword (normalized/stripped):
αρχαιολογια
IDX:
1080
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1081
Key:
ἀρχαιολογίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>ἀρχαιολογίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀρχαιολογίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>ancient lore</Tr><Au>Pl.</Au></nS1><nS1><Tr>ancient history</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀρχαιολογίᾱ'}