Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
ἐδέδμητο
ἐδεδοίκειν
ἐδεήθην
ἐδέησα
ἐδέθην
ἔδεθλον
ἐδείδιμεν
ἔδειμα
ἔδειρα
ἔδεισα
ἔδεκτο
ἔδεξα
ἔδεσμα
ἐδεστής
ἐδεστός
ἐδηδοκώς
ἔδησα
ἐδητύς
ἐδήχθην
ἔδικον
ἔδμεναι
View word page
ἔδεκτο
ἔδεκτο
ep.3sg.athem.aor.mid.
see
δέχομαι
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἔδεκτο
Headword (normalized):
ἔδεκτο
Headword (normalized/stripped):
εδεκτο
IDX:
10801
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10802
Key:
ἔδεκτο
Data
{'headword_display': '<b>ἔδεκτο</b>', 'content': '<XE><RefFm>ἔδεκτο<LblR>ep.3sg.athem.aor.mid.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>δέχομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἔδεκτο'}