Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐγχέζω
ἐγχειβρόμος
ἐγχείη
ἐγχείῃ
ἐγχεικέραυνος
ἐγχειρέω
ἐγχείρημα
ἐγχειρής
ἐγχείρησις
ἐγχειρητής
ἐγχειρητικός
ἐγχειρίδιον
ἐγχειρίζω
ἐγχειρίθετος
ἐγχέλεια
ἔγχελυς
ἐγχεσίμωρος
ἐγχέσπαλος
ἐγχεσφόρος
ἐγχέω
ἐγχλῑ́ω
View word page
ἐγχειρητικός
ἐγχειρητικόςή όνadjof a commanderenterprising, adventurousX.

ShortDef

enterprising, adventurous

Debugging

Headword:
ἐγχειρητικός
Headword (normalized):
ἐγχειρητικός
Headword (normalized/stripped):
εγχειρητικος
IDX:
10746
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10747
Key:
ἐγχειρητικός

Data

{'headword_display': '<b>ἐγχειρητικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἐγχειρητικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a commander</Indic><Tr>enterprising, adventurous</Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἐγχειρητικός'}