Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπολωτίζω
ἀπολωφάω
ἀπομαγδαλιᾱ́
ἀπομαίνομαι
ἀπομακτέον
ἀπομαλακίζομαι
ἀπομανθάνω
ἀπομαντεύομαι
ἀπόμαξις
ἀπομαραίνομαι
ἀπομαρτυρέω
ἀπομαρτῡ́ρομαι
ἀπομάσσω
ἀπομαστῑγόω
ἀπομαστίδιος
ἀποματαΐζω
ἀπομάχομαι
ἀπόμαχος
ἀπομείρομαι
ἀπομέμφομαι
ἀπομερίζω
View word page
ἀπο-μαρτυρέω
ἀπομαρτυρέωcontr.vb testifyPlb.w.compl.cl.that sthg. is the casePlb.

ShortDef

testify, bear witness

Debugging

Headword:
ἀπομαρτυρέω
Headword (normalized):
ἀπομαρτυρέω
Headword (normalized/stripped):
απομαρτυρεω
IDX:
106
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-107
Key:
ἀπομαρτυρέω

Data

{'headword_display': '<b>ἀπο-μαρτυρέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀπο<hyph/>μαρτυρέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>testify</Tr><Au>Plb.</Au><Cmpl><GLbl>w.compl.cl.</GLbl>that sthg. is the case<Au>Plb.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀπομαρτυρέω'}