Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐγκεντρίς
ἐγκεράννῡμι
ἐγκερτομέω
ἐγκέφαλος
ἐγκέχοδα
ἐγκιθαρίζω
ἐγκίρνημι
ἐγκλάω
ἐγκλείω
ἔγκλημα
ἐγκληματικός
ἔγκληρος
ἐγκλητέον
ἐγκλῄω
ἐγκλιδόν
ἔγκλιμα
ἐγκλῑ́νω
ἔγκλισις
ἔγκοιλος
ἐγκοισυρόομαι
ἐγκολάπτω
View word page
ἐγκληματικός
ἐγκληματικόςή όνadjof circumstancesliable to give rise to complaintsArist.

ShortDef

litigious

Debugging

Headword:
ἐγκληματικός
Headword (normalized):
ἐγκληματικός
Headword (normalized/stripped):
εγκληματικος
IDX:
10671
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10672
Key:
ἐγκληματικός

Data

{'headword_display': '<b>ἐγκληματικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἐγκληματικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of circumstances</Indic><Tr>liable to give rise to complaints</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἐγκληματικός'}