Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐγκατιλλώπτω
ἐγκατοικέω
ἐγκατοικοδομέω
ἔγκαυμα
ἔγκειμαι
ἐγκέλευσμα
ἐγκέλευστος
ἐγκελεύω
ἐγκεντρίς
ἐγκεράννῡμι
ἐγκερτομέω
ἐγκέφαλος
ἐγκέχοδα
ἐγκιθαρίζω
ἐγκίρνημι
ἐγκλάω
ἐγκλείω
ἔγκλημα
ἐγκληματικός
ἔγκληρος
ἐγκλητέον
View word page
ἐγ-κερτομέω
ἐγ-κερτομέωcontr.vb fool, deludesomeone E.

ShortDef

to abuse, mock at

Debugging

Headword:
ἐγκερτομέω
Headword (normalized):
ἐγκερτομέω
Headword (normalized/stripped):
εγκερτομεω
IDX:
10663
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10664
Key:
ἐγκερτομέω

Data

{'headword_display': '<b>ἐγ-κερτομέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἐγ-κερτομέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>fool, delude<Expl>someone</Expl></Tr> <Au>E.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἐγκερτομέω'}