Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐγκαταστοιχειόομαι
ἐγκατασφάττω
ἐγκατατέμνω
ἐγκατατίθημι
ἐγκατίζω
ἐγκατιλλώπτω
ἐγκατοικέω
ἐγκατοικοδομέω
ἔγκαυμα
ἔγκειμαι
ἐγκέλευσμα
ἐγκέλευστος
ἐγκελεύω
ἐγκεντρίς
ἐγκεράννῡμι
ἐγκερτομέω
ἐγκέφαλος
ἐγκέχοδα
ἐγκιθαρίζω
ἐγκίρνημι
ἐγκλάω
View word page
ἐγκέλευσμα
ἐγκέλευσμαατοςnἐγκελεύω shout of commandby a hunter, to his houndsX.

ShortDef

an encouragement

Debugging

Headword:
ἐγκέλευσμα
Headword (normalized):
ἐγκέλευσμα
Headword (normalized/stripped):
εγκελευσμα
IDX:
10658
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10659
Key:
ἐγκέλευσμα

Data

{'headword_display': '<b>ἐγκέλευσμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἐγκέλευσμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>ἐγκελεύω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>shout of command<Expl>by a hunter, to his hounds</Expl></Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἐγκέλευσμα'}