Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐγκαταπλέκω
ἐγκαταρράπτω
ἐγκατασκήπτω
ἐγκατασπείρω
ἐγκαταστοιχειόομαι
ἐγκατασφάττω
ἐγκατατέμνω
ἐγκατατίθημι
ἐγκατίζω
ἐγκατιλλώπτω
ἐγκατοικέω
ἐγκατοικοδομέω
ἔγκαυμα
ἔγκειμαι
ἐγκέλευσμα
ἐγκέλευστος
ἐγκελεύω
ἐγκεντρίς
ἐγκεράννῡμι
ἐγκερτομέω
ἐγκέφαλος
View word page
ἐγ-κατοικέω
ἐγ-κατοικέωcontr.vb settle ina village Hdt. live in w.dat.a houseE.fr.

ShortDef

to dwell in

Debugging

Headword:
ἐγκατοικέω
Headword (normalized):
ἐγκατοικέω
Headword (normalized/stripped):
εγκατοικεω
IDX:
10654
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10655
Key:
ἐγκατοικέω

Data

{'headword_display': '<b>ἐγ-κατοικέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἐγ-κατοικέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>settle in<Expl>a village</Expl></Tr> <Au>Hdt.</Au> </vS1> <vS1><Tr>live in</Tr> <Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>a house<Au>E.<Wk>fr.</Wk></Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'ἐγκατοικέω'}