Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐγκαταπήγνῡμι
ἐγκαταπίπτω
ἐγκαταπλέκω
ἐγκαταρράπτω
ἐγκατασκήπτω
ἐγκατασπείρω
ἐγκαταστοιχειόομαι
ἐγκατασφάττω
ἐγκατατέμνω
ἐγκατατίθημι
ἐγκατίζω
ἐγκατιλλώπτω
ἐγκατοικέω
ἐγκατοικοδομέω
ἔγκαυμα
ἔγκειμαι
ἐγκέλευσμα
ἐγκέλευστος
ἐγκελεύω
ἐγκεντρίς
ἐγκεράννῡμι
View word page
ἐγκατίζω
ἐγκατίζωIon.vbseeἐγκαθίζω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐγκατίζω
Headword (normalized):
ἐγκατίζω
Headword (normalized/stripped):
εγκατιζω
IDX:
10652
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10653
Key:
ἐγκατίζω

Data

{'headword_display': '<b>ἐγκατίζω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἐγκατίζω</HL><PS>Ion.vb</PS></HG><XR>see<Ref>ἐγκαθίζω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἐγκατίζω'}