Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐγκαταζεύγνῡμι
ἐγκατάκειμαι
ἐγκατακλῑ́νω
ἐγκατακοιμάομαι
ἐγκατακρούω
ἐγκαταλαμβάνω
ἐγκαταλέγω
ἐγκαταλείπω
ἐγκαταλέχομαι
ἐγκατάληψις
ἐγκαταλιμπάνω
ἐγκαταλογίζομαι
ἐγκαταμείγνῡμι
ἐγκαταναίω
ἐγκαταπήγνῡμι
ἐγκαταπίπτω
ἐγκαταπλέκω
ἐγκαταρράπτω
ἐγκατασκήπτω
ἐγκατασπείρω
ἐγκαταστοιχειόομαι
View word page
ἐγ-καταλιμπάνω
ἐγ-καταλιμπάνωvb leave in the lurch, abandon persons in dangerArist.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐγκαταλιμπάνω
Headword (normalized):
ἐγκαταλιμπάνω
Headword (normalized/stripped):
εγκαταλιμπανω
IDX:
10638
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10639
Key:
ἐγκαταλιμπάνω

Data

{'headword_display': '<b>ἐγ-καταλιμπάνω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἐγ-καταλιμπάνω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>leave in the lurch, abandon</Tr> <Obj>persons in danger<Au>Arist.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'ἐγκαταλιμπάνω'}