Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐγκαταδέω
ἐγκαταζεύγνῡμι
ἐγκατάκειμαι
ἐγκατακλῑ́νω
ἐγκατακοιμάομαι
ἐγκατακρούω
ἐγκαταλαμβάνω
ἐγκαταλέγω
ἐγκαταλείπω
ἐγκαταλέχομαι
ἐγκατάληψις
ἐγκαταλιμπάνω
ἐγκαταλογίζομαι
ἐγκαταμείγνῡμι
ἐγκαταναίω
ἐγκαταπήγνῡμι
ἐγκαταπίπτω
ἐγκαταπλέκω
ἐγκαταρράπτω
ἐγκατασκήπτω
ἐγκατασπείρω
View word page
ἐγκατάληψις
ἐγκατάληψιςεωςfἐγκαταλαμβάνω capture on the spoti.e. of prisoners on the battlefieldTh.

ShortDef

a being caught in

Debugging

Headword:
ἐγκατάληψις
Headword (normalized):
ἐγκατάληψις
Headword (normalized/stripped):
εγκαταληψις
IDX:
10637
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10638
Key:
ἐγκατάληψις

Data

{'headword_display': '<b>ἐγκατάληψις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἐγκατάληψις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>ἐγκαταλαμβάνω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>capture on the spot<Expl>i.e. of prisoners on the battlefield</Expl></Tr><Au>Th.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἐγκατάληψις'}