Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐγκάμπτω
ἐγκανάσσω
ἐγκαναχάομαι
ἐγκάπτω
ἔγκαρπος
ἐγκάρσιος
ἐγκαρτερέω
ἔγκατα
ἐγκαταβαίνω
ἐγκαταβιόω
ἐγκαταγηράσκω
ἐγκαταδέω
ἐγκαταζεύγνῡμι
ἐγκατάκειμαι
ἐγκατακλῑ́νω
ἐγκατακοιμάομαι
ἐγκατακρούω
ἐγκαταλαμβάνω
ἐγκαταλέγω
ἐγκαταλείπω
ἐγκαταλέχομαι
View word page
ἐγ-καταγηράσκω
ἐγ-καταγηράσκωvb grow old in w.dat.officeArist.povertyPlu. of wickedness become inveterateDin.

ShortDef

to grow old in

Debugging

Headword:
ἐγκαταγηράσκω
Headword (normalized):
ἐγκαταγηράσκω
Headword (normalized/stripped):
εγκαταγηρασκω
IDX:
10626
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10627
Key:
ἐγκαταγηράσκω

Data

{'headword_display': '<b>ἐγ-καταγηράσκω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἐγ-καταγηράσκω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>grow old in</Tr> <Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>office<Au>Arist.</Au></Cmpl><Cmpl>poverty<Au>Plu.</Au></Cmpl> </vS1> <vS1><Indic>of wickedness</Indic> <Tr>become inveterate</Tr><Au>Din.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἐγκαταγηράσκω'}