Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐγκαλλωπίζομαι
ἐγκαλλώπισμα
ἐγκαλύπτω
ἐγκάμπτω
ἐγκανάσσω
ἐγκαναχάομαι
ἐγκάπτω
ἔγκαρπος
ἐγκάρσιος
ἐγκαρτερέω
ἔγκατα
ἐγκαταβαίνω
ἐγκαταβιόω
ἐγκαταγηράσκω
ἐγκαταδέω
ἐγκαταζεύγνῡμι
ἐγκατάκειμαι
ἐγκατακλῑ́νω
ἐγκατακοιμάομαι
ἐγκατακρούω
ἐγκαταλαμβάνω
View word page
ἔγκατα
ἔγκατατωνn.pldat.
ἔγκασι
intestines, entrailsof persons or animalsHom. Hes. Theoc.

ShortDef

the inwards, entrails, bowels

Debugging

Headword:
ἔγκατα
Headword (normalized):
ἔγκατα
Headword (normalized/stripped):
εγκατα
IDX:
10623
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10624
Key:
ἔγκατα

Data

{'headword_display': '<b>ἔγκατα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἔγκατα</HL><Infl>των</Infl><PS>n.pl</PS><FG><Case><Lbl>dat.</Lbl><Form>ἔγκασι</Form></Case></FG></HG> <nS1><Tr>intestines, entrails<Expl>of persons or animals</Expl></Tr><Au>Hom. Hes. Theoc.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἔγκατα'}