Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐγκαθοράω
ἐγκαθορμίζομαι
ἐγκαθυβρίζω
ἐγκαίνια
ἐγκαιρίᾱ
ἔγκαιρος
ἐγκαίω
ἐγκακέω
ἐγκαλέω
ἐγκαλινδέομαι
ἐγκαλλωπίζομαι
ἐγκαλλώπισμα
ἐγκαλύπτω
ἐγκάμπτω
ἐγκανάσσω
ἐγκαναχάομαι
ἐγκάπτω
ἔγκαρπος
ἐγκάρσιος
ἐγκαρτερέω
ἔγκατα
View word page
ἐγ-καλλωπίζομαι
ἐγ-καλλωπίζομαιmid.vb take pride in, glory inw.dat.sthg.Plu. show off beforew.dat.someonePlu.

ShortDef

to take pride

Debugging

Headword:
ἐγκαλλωπίζομαι
Headword (normalized):
ἐγκαλλωπίζομαι
Headword (normalized/stripped):
εγκαλλωπιζομαι
IDX:
10613
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10614
Key:
ἐγκαλλωπίζομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἐγ-καλλωπίζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἐγ-καλλωπίζομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>take pride in, glory in</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>sthg.<Au>Plu.</Au></Cmpl> </vS1> <vS1><Tr>show off before</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>someone<Au>Plu.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'ἐγκαλλωπίζομαι'}