Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐγκαθίστημι
ἐγκαθοράω
ἐγκαθορμίζομαι
ἐγκαθυβρίζω
ἐγκαίνια
ἐγκαιρίᾱ
ἔγκαιρος
ἐγκαίω
ἐγκακέω
ἐγκαλέω
ἐγκαλινδέομαι
ἐγκαλλωπίζομαι
ἐγκαλλώπισμα
ἐγκαλύπτω
ἐγκάμπτω
ἐγκανάσσω
ἐγκαναχάομαι
ἐγκάπτω
ἔγκαρπος
ἐγκάρσιος
ἐγκαρτερέω
View word page
ἐγ-καλινδέομαι
ἐγ-καλινδέομαιmid.contr.vb wallow inw.dat.intemperanceX.

ShortDef

roll about in

Debugging

Headword:
ἐγκαλινδέομαι
Headword (normalized):
ἐγκαλινδέομαι
Headword (normalized/stripped):
εγκαλινδεομαι
IDX:
10612
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10613
Key:
ἐγκαλινδέομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἐγ-καλινδέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἐγ-καλινδέομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>wallow in</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>intemperance<Au>X.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'ἐγκαλινδέομαι'}