Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀρτίτροφος
ἀρτιφανής
ἀρτίφρων
ἀρτίχειρ
ἀρτίχριστος
ἀρτίως
ἀρτοκόπος
ἀρτοποιίᾱ
ἀρτοποιός
ἀρτοπώλης
ἀρτοπώλιον
ἄρτος
ἀρτοσῑτέω
ἀρτοφαγέω
ἀρτῦναι
ἀρτῡ́νω
ἀρτύς
ἀρτύω
ἀρύβαλλος
ἀρύσσομαι
ἀρυστήρ
View word page
ἀρτοπώλιον
ἀρτοπώλιονουn bread shopbakeryAr.

ShortDef

a baker's shop, bakery

Debugging

Headword:
ἀρτοπώλιον
Headword (normalized):
ἀρτοπώλιον
Headword (normalized/stripped):
αρτοπωλιον
IDX:
1060
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1061
Key:
ἀρτοπώλιον

Data

{'headword_display': '<b>ἀρτοπώλιον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀρτοπώλιον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Def>bread shop</Def><Tr>bakery</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀρτοπώλιον'}