Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐγκαθέζομαι
ἐγκάθετος
ἐγκαθεύδω
ἐγκαθηβάω
ἐγκάθημαι
ἐγκαθιδρῡ́ω
ἐγκαθίζω
ἐγκαθίημι
ἐγκαθίστημι
ἐγκαθοράω
ἐγκαθορμίζομαι
ἐγκαθυβρίζω
ἐγκαίνια
ἐγκαιρίᾱ
ἔγκαιρος
ἐγκαίω
ἐγκακέω
ἐγκαλέω
ἐγκαλινδέομαι
ἐγκαλλωπίζομαι
ἐγκαλλώπισμα
View word page
ἐγ-καθορμίζομαι
ἐγ-καθορμίζομαιmid.vb of ships come to anchorw.adv.at a placeTh.

ShortDef

to run into harbour, come to anchor

Debugging

Headword:
ἐγκαθορμίζομαι
Headword (normalized):
ἐγκαθορμίζομαι
Headword (normalized/stripped):
εγκαθορμιζομαι
IDX:
10604
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10605
Key:
ἐγκαθορμίζομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἐγ-καθορμίζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἐγ-καθορμίζομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of ships</Indic> <Tr>come to anchor</Tr><Cmpl><GLbl>w.adv.</GLbl>at a place<Au>Th.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'ἐγκαθορμίζομαι'}